Κριτική βιβλίου
Παραλήρημα και Αντίσταση: Ακτιβιστική Τέχνη και η Κρίση του Καπιταλισμού
Gregory Sholette, Delirium and Resistance, Activist Art and the Crisis of Capitalism
Κείμενο του Ανδρέα Κατσικούδη
Ο συγγραφέας πλησιάζει την τέχνη και την αγορά μέσα από μια μαρξιστική προσέγγιση. Μιλάει για μια τεράστια υπερπροσφορά τέχνης και την ύπαρξη πολλών περισσότερων καλλιτεχνών από ότι χρειάζεται το σύστημα, ως τη βάση για να πατούν ελάχιστοι καλλιτέχνες που απολαμβάνουν όλη την αναγνώριση και τον πλούτο. Έχει ονομάσει αυτό το φαινόμενο Dark Matter (Σκοτεινή Ύλη), παίρνοντας τον όρο από τη φυσική – οι επιστήμονες για να εξηγήσουν τις κινήσεις των γαλαξιών αναφέρονται σε τεράστια ποσότητα σκοτεινής ύλης που δεν μπορούμε να την εντοπίσουμε με τα μέσα που έχουμε.
Κατηγοριοποιεί τους καλλιτέχνες της «Σκοτεινής Ύλης» (θεωρεί ότι αποτελούν το 96%) σε τρεις ομάδες:
α) Προ-αποτυχημένοι καλλιτέχνες (pre - failed artists) που ενώ έχουν ακαδημαϊκή κι επαγγελματική εκπαίδευση και γνωρίζουν την τέχνη της πρωτοπορίας (avant garde), στην ουσία έχουν προετοιμαστεί να συντηρήσουν μια βιομηχανία πολλών εκατομμυρίων σαν κοινό για τα μουσεία, συνδρομητές σε περιοδικά, κακοπληρωμένοι υπάλληλοι σε γκαλερί, δάσκαλοι τέχνης με μερική απασχόληση κλπ
β) Ερασιτέχνες καλλιτέχνες, χωρίς τυπική εκπαίδευση, συχνά της λογικής DIY (Φτιάξε το Μόνος σου), που ανήκουν ίσως σε υποκουλτούρες όπως του γκόθικ ή πανκ, που είναι δημιουργικοί για την ευχαρίστησή τους και την δικτύωση κι έτσι στέκονται φαινομενικά απέναντι στους επαγγελματίες καλλιτέχνες, αλλά και στην ηθική του καπιταλισμού και της αγοράς
γ) Ένα μικρότερο αριθμό από καλλιτέχνες και καλλιτεχνικές ομάδες που συνδυάζουν επαγγελματισμό με μη τυπικό, μη συμβατικό τρόπο, είναι εναλλακτικοί και συνδέουν την τέχνη με τον ακτιβισμό κι έτσι βρίσκονται παραδοσιακά στα περιθώρια του επίσημου καλλιτεχνικού κόσμου (ακόμη κι από την ιστορία του)
Η αγορά θέλει σπάνια, μοναδικά έργα, για να προωθήσει, οπότε αγνοεί τη δουλειά πολλών καλλιτεχνών που δουλεύουν με ένα πνεύμα κοινωνικής προσφοράς σε τοπικό επίπεδο, ακόμη κι αν η τέχνη τους είναι αξιόλογη. Να σημειώσουμε όμως ότι λόγω της δικτύωσης των καλλιτεχνών μέσω ιντερνέτ η αορατότητα αυτή δεν είναι πια τόσο μεγάλη και προφανής – υπάρχουν καλλιτέχνες που ανακαλύπτονται από μουσεία και γκαλερί και καλούνται να βγουν από τη Σκοτεινή Ύλη. Κάποιοι πάλι ελάχιστοι.
Πάρα πολύ λίγοι λοιπόν θα ξεχωρίσουν. Ο ανθρωπολόγος Stuart Plattner παρομοιάζει τη διαδικασία με τους αθλητικούς αγώνες. Για παράδειγμα στο τελικό 100 μέτρων η διαφορά του πρώτου από το δεύτερο, αλλά και από τους υπόλοιπους, είναι απειροελάχιστη – δεν φαίνεται καν με γυμνό μάτι… Κι όμως αυτός τα παίρνει όλα! Έτσι βλέπουμε πολύ καλούς καλλιτέχνες να μένουν στην αφάνεια, ενώ η δουλειά τους είναι το ίδιο ποιοτική, αν όχι και καλύτερη (εδώ δεν υπάρχει βέβαια το φώτο φίνις) με άλλους που ξεχώρισαν για διάφορους λόγους.
Ο συγγραφέας μάλιστα υποστηρίζει ότι τελικά αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τη δουλειά τους όσο με άλλους παράγοντες. Και η αλήθεια είναι ότι όταν μας έρχονται στο μυαλό μας ονόματα σαν του Τζεφ Κουνς δεν είναι εύκολο να διαφωνήσουμε με την άποψη αυτή.
Επίσης ο Sholette μας θυμίζει (σε σημείωση στο τέλος του βιβλίου, σ. 257) ότι αν δούμε τη δουλειά μεγάλων ζωγράφων του παρελθόντος που έμειναν στην ιστορία και τη δουλειά πολλών ακόμη σύγχρονών τους ζωγράφων που κανείς δεν ξέρει το όνομά τους, δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε διαφορές μεταξύ τους. Κάποιοι πάντα επιλέγονται από το σύστημα (της κάθε εποχής) για να αναδειχθούν ως ξεχωριστοί! Ο συγγραφέας εξετάζει σε διάφορα σημεία του βιβλίου με ποιους τρόπους συμβαίνει σήμερα αυτό και γιατί.
Οι υπόλοιποι καλλιτέχνες, όπως αναφέραμε και πριν, απλά συντηρούν με διάφορους τρόπους τους προηγούμενους και όλο το μηχανισμό της σύγχρονης τέχνης: είναι αυτοί που θα πάρουν δάνειο να τελειώσουν μια καλή ακαδημία τέχνης, θα αγοράσουν υλικά από εξειδικευμένα καταστήματα, θα γραφτούν συνδρομητές στα περιοδικά τέχνης, θα επισκεφτούν τα μουσεία, θα γίνουν μέλη των επαγγελματικών ενώσεων τους κλπ.
Πόσο μοναδικά και βασιζόμενα αποκλειστικά στην ευφυΐα και το ταλέντο των δημιουργών τους, αναρωτιέται ο συγγραφέας, είναι τα έργα π.χ. του Πικάσο ή του Μπρεχτ αφού κι αυτοί με τη σειρά τους πάτησαν πάνω σε παλιές και σύγχρονες καλλιτεχνικές παραδόσεις και τάσεις, πάνω στη δουλειά άλλων καλλιτεχνών, γνωστών ή άγνωστων.
Λίγο πολύ όλοι πια το ξέρουμε. Είναι δύσκολο η τέχνη να μείνει ανεπηρέαστη από τους μηχανισμούς της αγοράς. Ακόμη κι αν υπάρχουν πολλοί καλοί και αυθεντικοί καλλιτέχνες, αυτοί που θα περάσουν από την αφάνεια και πείνα, στη δόξα και τα εκατομμύρια είναι ελάχιστοι και καθορίζονται από τους μηχανισμούς αυτούς. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι ένα μεγάλο μουσείο σήμερα μπορεί αντί για ιστορικό τέχνης (όπως συνέβαινε πάντα) να προσλάβει ως διευθυντή του ένα μάνατζερ, όπως έκανε πριν λίγα χρόνια το MASS MoCa. Να θυμίσω εδώ ότι διάφοροι αρθρογράφοι έχουν ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια με τη διαπλοκή μουσείων, γκαλερί, οίκων δημοπρασιών, κριτικών, επιμελητών και πάμπλουτων συλλεκτών.
Παλιότερα υπήρχαν οι ακαδημίες τέχνης, οι πολιτικοί και θρησκευτικοί άρχοντες και οι πλούσιοι που συντηρούσαν την «υψηλή τέχνη». Σήμερα όμως έχουμε ένα πολύπλοκο μηχανισμό από μεγάλα ιδιωτικά μουσεία, ισχυρές γκαλερί, διάσημους επιμελητές και κριτικούς, ειδικούς συμβούλους επενδύσεων, εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους μεγαλοσυλλέκτες και φυσικά όλοι αυτοί ελέγχουν εύκολα τα ΜΜΕ, τα συμφέροντά τους είναι αμοιβαία και η διαπλοκή τους πια γνωστή.
Μέσα σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας και χρήματος χωρούν πάρα πολλά πράγματα. Ο καπιταλισμός έχει την ευελιξία να αφομοιώνει τα πάντα (ας θυμηθούμε π.χ. τα μπλουζάκια με τον Τσε Γκεβάρα που φοριούνται παντού, ή το πρόσφατο αφιέρωμα κρατικού φορέα της Μ. Βρετανίας στους Class!).
Εξάλλου είμαστε στη μεταμοντέρνα εποχή όπου τα πάντα μπορούν να είναι τέχνη, όλοι να είναι καλλιτέχνες, δεν υπάρχει κάποιο επικρατών καλλιτεχνικό ρεύμα και γενικότερα έχουμε έναν πλουραλισμό που μπερδεύει απίστευτα τον απλό πολίτη που συχνά αναρωτιέται ΕΙΝΑΙ ΤΕΧΝΗ ΑΥΤΟ; Έτσι έχουμε τους ειδικούς και τα μεγάλα μουσεία που μας δείχνουν τι είναι υψηλή τέχνη. Όπως όμως αναφέρει στο βιβλίο του ο G. Sholette υπάρχουν και όρια: π.χ. κανείς φορέας δεν αγγίζει στις ΗΠΑ το κράτος του Ισραήλ και οι καλλιτέχνες που το τόλμησαν βρήκαν όλες τις πόρτες τους κλειστές…
Μερικά ακόμη θέματα που προσεγγίζει το βιβλίο:
Το ρόλο των τόσων πολλών σχολών τέχνης, που ειδικά στις ΗΠΑ αφήνουν πίσω τους εκατοντάδες άνεργους και αφανείς καλλιτέχνες με μεγάλα φοιτητικά δάνεια στις πλάτες τους.
Το αίτημα της ουτοπίας όπως εμφανίζεται στο σύγχρονο κινηματογράφο. Σαν παράδειγμα αναλύει την γνωστή ταινία Matrix και κάνει ένα παραλληλισμό με το μπλε / κόκκινο χάπι που προσφέρεται στον πρωταγωνιστή και την οριστική απόφαση που δεν μοιάζει να έχει γυρισμό ορισμένων καλλιτεχνών για κοινωνική δράση.
Τους εναλλακτικούς χώρους τέχνης και τους ακτιβιστές καλλιτέχνες. Συχνά μάλιστα το καλλιτεχνικό πρότζεκτ μπορεί να είναι μια παρέμβαση στη ζωή και στην οικονομία, όπως την κουζίνα που μαγειρεύει φαγητά από «εχθρικές» στις ΗΠΑ χώρες. Η Conflict Kitchen στο Pittsburgh έγινε διεθνώς γνωστή όχι για το νόστιμο φαγητό της, αλλά για την πολιτική της παρέμβαση. Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που άγγιξε το ευαίσθητο θέμα «Ισραήλ». Τότε οι χορηγοί της (όπως το Πανεπιστήμιο του Pittsburgh) πιέστηκαν να σταματήσουν τη βοήθεια προς το πρότζεκτ, η Conflict Kitchen δέχτηκε απειλές θανάτου, αναγκάστηκε να κλείσει για ένα διάστημα και όταν άνοιξε ξανά είχε αστυνομική προστασία – ένα παράδειγμα τέχνης που αφορά τη ζωή άμεσα και μπορεί να ενοχλήσει.
Τις διάφορες ομάδες στις ΗΠΑ (ο συγγραφέας αναφέρει παραδείγματα κι από άλλες χώρες) που συνδυάζουν τέχνη κι ακτιβισμό όπως: οι WAGE (Working Artists and the Greater Economy), Arts & Labor, Gulf Labor, Debtfair, Guerrilla Girls – μερικές από αυτές δεν έχουν πια ενεργό δράση, αλλά τον ενδιαφέρει η παρακαταθήκη τους όπως: AMMCC (Artists Meeting for Culture Change), PAD/D, REPOhistory κ.ά. Ομάδες μάλιστα σαν το Critical Art Ensemble έχουν θολώσει τα όρια αφού η δράση τους από το πεζοδρόμιο και το ιντερνέτ (κι ενώ ενδιάμεσα έχουν δεχτεί ενοχλήσεις από το FBI) έχει φτάσει σε μεγάλες εκθέσεις παγκοσμίως (βλ. π.χ. Documenta 2013) και έχουν βραβευτεί για αυτήν.
Τα διάφορα zines – χειροποίητα περιοδικά που αφορούν κάποια τέχνη, μικρής κυκλοφορίας, που έχουν όμως επίδραση.
Θέτει το ερώτημα αν είναι το κίνημα OWS (Occupy Wall Street) καλλιτεχνικό πρότζεκτ ή πολιτική δράση συνδυασμένη με τέχνη.
Αναρωτιέται επίσης για τη δυναμική και αποτελεσματικότητα που έχουν μικρής διάρκειας αυθόρμητες σχεδόν δράσεις από ομάδες καλλιτεχνών (π.χ. flash mob).
Πώς χρησιμοποιούν αυταρχικά μέρη σαν το Abu Dhabi την τέχνη για να ωραιοποιήσουν την εικόνα τους (μεγάλα δυτικά μουσεία κτίζουν παραρτήματα εκεί, με μεγάλο κέρδος και χωρίς να ενδιαφέρονται για τις παραβιάσεις των εργατικών δικαιωμάτων αυτών που δουλεύουν στα εργοτάξια).
Τον εξευγενισμό (gentrification) όπου χρησιμοποιούνται καλλιτέχνες για να δώσουν αισθητική σε παρηκμασμένες συνοικίες, στις οποίες ήδη έχει αγοραστεί σε χαμηλές τιμές μεγάλο μέρος τους και τώρα πρέπει να ακριβύνουν όλα, να φύγουν οι φτωχοί ένοικοι και να έρθουν οι πλούσιοι νέοι ιδιοκτήτες.
Γιατί, αναρωτιέται, σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες συντελούν μέσα από τη δουλειά τους στην αναπαραγωγή ενός κόσμου που ούτε τους ίδιους συμφέρει (εφόσον ελάχιστοι τους γίνονται πλούσιοι); Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι το τι φτάνει στο κοινό φιλτράρεται πάντα από τα ΜΜΕ που ελέγχουν φυσικά οι πλούσιοι και ισχυροί – οι ίδιοι ελέγχουν έμμεσα ή κι άμεσα και το τι θα δείξουν τα μεγάλα μουσεία που καθορίζουν παγκοσμίως τις τάσεις. Πάντως αυτή η τάση φαίνεται να αναστρέφεται από τη στιγμή που έχουμε όλο και περισσότερες ομάδες καλλιτεχνών που δραστηριοποιούνται με διάφορες δράσεις στην κοινωνία με αιτήματα πολιτικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Μερικές τις αναφέραμε ήδη.
Έχουμε λοιπόν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο που μιλάει για τέχνη, οικονομία, πολιτική, δικαιώματα και μας παρουσιάζει μια εικόνα του μεταμοντέρνου πολύπλοκου κόσμου μας.
Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά για το θέμα που προσεγγίζει. Είναι καλλιτέχνης, κριτικός, θεωρητικός, καθηγητής Πανεπιστημίου (ΝΥ), συγγραφέας, επιμελητής εκθέσεων και φυσικά ακτιβιστής (ιδρυτικό μέλος μάλιστα σχετικών συλλογικοτήτων στη Νέα Υόρκη).
Το βιβλίο είναι γραμμένο στα αγγλικά και το πήρα από τον ίδιο τον Gregory Sholette στην όμορφη παρουσίαση που έκανε στο Θέατρο Εμπρός τον Ιούνιο του 2017.